θεοχάρακτος

θεοχάρακτος
-η, -ο (AM θεοχάρακτος, -ον)
ο χαραγμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α-παρα-χάρακτος, εν-χάρακτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Uspenski Gospels — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries MInuscule 461 Name Uspens …   Wikipedia

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱԳԻԾ — ( ) NBH 1 0322 Chronological Sequence: 5c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. θεοχάρακτος a deo exculptus ՅԱտուածոյ գծագրեալ, դրոշմեալ, նկարեալ, յօրինեալ. *Ընդ օրէնս այսինքն մարտնչիս, ընդ տախտակս աստուածագիծս. Ածաբ. ի մակաբ.: *Յառանուլ Մովսէսի զաստուածագիծ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”